-
1 руль
руль м το τιμόνι, το πηδάλιο; το βολάν (автомашины)' править рулём κρατώ το τιμόνι; сидеть за рулём (автомашины) βρίσκομαι στο βολάν* * *мτο τιμόνι, το πηδάλιο; το βολάν ( автомашины)пра́вить рулём — κρατώ το τιμόνι
сиде́ть за рулём (автомашины) — βρίσκομαι στο βολάν
-
2 руль
рул||ьм τό τιμόνι, τό πηδάλιο[ν], τό δοιάκι, ὁ οἰαξ / τό βολάν (тк. автомобиля):\руль высоты ἀβ. ὁ ὑψωτήρ· стоять у \рулья прям., перен κρατώ τό τιμόνι·2. перен ἡ κυβέρνηση [-ις], ἡ διοίκηση [-ις].
См. также в других словарях:
τιμονιάρω — και τιμονιάζω 1. κρατώ το τιμόνι, οδηγώ: Τιμονιάρει καλά το αυτοκίνητό του. 2. διακυβερνώ, διοικώ, κουμαντάρω: Ο στρατηγός τιμονιάρει καλά τη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμονιάζω — Ν [τιμονιά] 1. κρατώ και χειρίζομαι το τιμόνι 2. μτφ. διοικώ, κυβερνώ … Dictionary of Greek